Πώς εξελίσσονται τα εστιατόρια στην Ελλάδα? Πώς ικανοποιούν τις απαιτήσεις του κοινού και αντίστοιχα τι προβάλλουν με τις υπηρεσίες που προσφέρουν ? Πώς πετυχαίνουν όλα τα παραπάνω και με ποιό κόστος? Σε ποιούς τελικά απευθύνονται?
Αυτό το τελευταίο δεν φαίνεται να είναι ξεκάθαρο στους κύκλους της εστίασης. Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι απευθύνονται σε όλους που ενδιαφέρονται να φάνε εκτός σπιτιού. Στους παλιούς αλλά και στους νέους, που είναι το μέλλον. "Το μέλλον" όμως αυτό θέτει τους δικούς του κανόνες.
Οι νέες γενιές είναι πιο σοφιστικέ απο τις περασμένες, ιδιαίτερα εκείνη που βίωσε πολέμους και καταστροφές, γιατί έχουν μεγαλώσει πιο εύκολα και έχουν γίνει πιο απαιτητικές σε θέματα φαγητού, θέλουν κάτι παραπάνω απο μία μπύρα Fix ή μία ρετσίνα απο τα μεσόγεια.
Ετσι ενώ τρώνε τα πάντα, θέλουν όταν βγαίνουν έξω, κυρίως καλύτερες υπηρεσίες, θέλουν χαμογελαστούς περιποιητητές, διαφορετικότητα στο φαγητό απο αυτήν που γεύονται σπίτι τους ή τουλάχιστον τα σουτζουκάκια της μαμάς τους, αισθητικά να φαίνονται διαφορετικά.
Λογικά οι εστιάτορες θέλουν να συμβαδίζουν με τα γούστα των πελατών . Επενδύουν στην επιχείρηση τους, σε κουζίνες, υλικά, σε άτομα ευγενή και εκπαιδευμένα, π.χ. αποφοίτους σχολών τουριστικών επαγγελμάτων, αντί να προσλαμβάνουν τον οποιονδήποτε για να ανακατεύει τα υλικά στις κατσαρόλες, αποβλέποντας πάντα στην επιτυχία και την καταξίωση.
Δυστυχώς δεν γίνεται πάντα έτσι.
Είχε τύχει Μεγάλη Παρασκευή να πάμε σε παραθαλάσσιο εστιατόριο για φαγητό ΑΦΟΥ είχαμε κάνει κράτηση. Επειδή πήγαμε μεσημέρι, ήταν άδειο μέν αλλά πυρετωδώς το προσωπικό ετοίμαζε τραπέζια για το βραδυ. Μας έδειξαν το τραπέζι μας - δίπλα στην τουαλέττα - και όταν παραπονεθήκαμε ήρθε ο μαίτρ και μας είπε οτι
"βαριούνται τα παιδιά "να χαλάνε" τα ήδη φτιαγμένα τραπέζια" και
"μιά χαρά θα είσαστε και εδώ".
Ο Κ. θύμωσε και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Μετά απο λιγο καιρό μάθαμε ότι μία καλή μας φίλη έπαθε σαλμονέλλα τρώγοντας οστρακοειδή στο ίδιο εστιατόριο. Οταν τους πήρε τηλέφωνο όχι μόνο δεν ασχολήθηκαν με το πρόβλημα που προέκυψε αλλά αναιδέστατα ο σερβιτόρος είπε. κλείνοντας την κουβέντα
"να μην ξανάρθετε αν δεν σας αρέσουμε, δεν μας λείπουν οι πελάτες".
...........................................
Σε μία προ Ιντερνέτ εποχή το παραπάνω γεγονός το έλεγες στην παρέα σου και στον ευρύτερο κύκλο σου, είτε φιλικό είτε επαγγελματικό και το πράγμα τελείωνε έτσι. Στην τωρινή εποχή του ελεύθερου γραπτού λόγου τα γράφεις στα blogs χωρίς ίχνος δεοντολογίας όχι όμως και κακόπιστα, πράγμα που σου δίνει μεγάλη δυνατότητα αλλά και ευθύνες. Μετά απο δύο χρόνια που έχεις ξεχάσει το όλο σκηνικό, σούρχεται μία απανταχούσα, μιά κεραμίδα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διαβάζεις το τότε κείμενο, το χαρακτηρίζεις με τα τωρινά σου μάτια "αληθές πλήν άκομψο" και εξαφανίζεις το άρθρο. Αυτό δεν συνεπάγεται με "τέλος καλό, όλα καλά" αλλά συνεχίζεται το κήρυγμα-νουθεσία χώνοντας και μία πρόταση "περί ελευθερίας του γραπτού λόγου" μη θεωρηθούν και χουντικοί και μετά γίνεται πρόταση για ένα τραπέζι προσφορά της εταιρείας, ώστε να μπουκώσει έτσι το στόμα του blogger για πάντα.
Και ερωτώ.
Εχοντας επενδύσει στο εστιατόριο του χρήματα και τέχνη, γιατί ο επιχειρηματίας δίνει τόσο λίγη προσοχή στις υπηρεσίες? Γιατί το προσωπικό του κρίνει τους πελάτες σύμφωνα με τη γνώμη ενός ή δύο απαίδευτων σερβιτόρων? Τι είδους πελάτες θέλει να έχει ο νεοέλλην εστιάτωρ? Τι είδους κόσμο-άτομα θέλει να προσελκύει ώστε να "ανεβάζει" το επίπεδο της εταιρείας του?
Θυμάμαι υπήρχε (ίσως να υπάρχει ακόμη) ένα εστιατόριο στην ευρύτερη Αθήνα που απο την αρχή σου έλεγε οτι "δεν γίνονται δεκτά τα παιδιά". Η δήλωση είχε νευριάσει πολλούς, όσοι όμως είχαν παιδιά την καταλάβαιναν. Η ιδιοκτήτρια ήθελε να προσφέρει ένα "αλλο" περιβάλλον στους γονείς που νυχθημερόν ζώντας με τα βλαστάρια ήθελαν με τη σειρά τους "να ξεφύγουν" έστω για μερικές ώρες. Στο εξωτερικό εξάλλου, τα περισσότερα εστιατόρια δεν δέχονται μικρά παιδιά.
Ερχεται ξανά ο Εστιάτορας και αποφασίζει ποιοί είναι οι "καλοί πελάτες που θέλουμε" και που αντίστοιχα τοποθετούμε "πρώτο τραπέζι πίστα" (και ο παρκαδόρος βάζει τα μεγάλα κυβικά μπροστά-μπροστά) και ποιοί είναι λιγώτερο καλοί ή και απαράδεκτοι για την "επιχείρησης".
Ατομα με ειδικές δεξιότητες χαλάνε "την πρόσοψη" των κομπλεξικών νεοελλήνων επιχειρηματιών. Οι περιποιητητές "τα χάνουν" και μουτρώνουν. Μερικοί τους βάζουν να κάτσουν "κάπου που να μην φαίνονται" φοβούμενοι ότι θα χαλάσουν "το ιμάζ" , ενώ άλλοι με τον τρόπο τους, τους δείχνουν ότι το μέρος που επέλεξαν δεν είναι "γι' αυτούς", κάπου αλλού θα ήταν καλύτερα.
Επίσης οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα αποδεκτοί, "που την τρέχεις τη γιαγιά" είναι μία υποτίθεται "φιλική παρατήρηση" που σημαίνει "πάρτην απο εδώ, ο χώρος έχει χαρακτηρισθεί "νεανικός" μου χαλάει τη μούρη του μαγαζιού " για να μην προχωρήσω
στους αλλοδαπούς και τους έγχρωμους που τυχαίνει να διώκονται απο μαγαζιά, να "τρώνε πόρτα".
Μετά απο την τ
απείνωση που έφαγε η Ελλάδα με την επίσκεψη Πούτιν, σε θέμα εστίασης και τις λογείς συμπεριφορές που ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή, δεν είναι να απορεί κανείς που τα blogs αποτελούν μία επανάσταση γραπτού λόγου πρός εκείνους που ναί μεν θέλουν να ανθούν οικονομικά καταβάλλοντας όμως
την ελάχιστη προσπάθεια και δη όλους εκείνους που δεν ακολουθούν το ρεύμα της εποχής.