Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2012

Ελληνικό Amaretto

Παραμονές Χριστουγέννων και ετοιμάζω το κατάλογο των φαγητών και ποτών που θα παρουσιάσω ανήμερα για καθιστό τραπέζι 12-16 ατόμων (δεν έρχονται πάντα όλοι). Ηδη ξεκίνησα ψάχνοντας για λικέρ-χωνευτικά και παρεμφερή. Κυττώντας εδώ και εκεί ανακάλυψα ένα λικέρ Amaretto που παράγεται στην Ελλάδα απο ελληνικά αμύγδαλα. Είχε και πολύ καλή τιμή (9 ευρώ) για τα 500ml του. Το πήρα λοιπόν και το πήγα σπίτι..και εκεί συνάντησα δυσπιστία όταν ανέφερα ότι είναι ελληνικό προϊόν και όχι κάποιο γνωστό, καταξιωμένο ξένο, ένα Di Saronno ας πούμε ή κάποιο άλλο. 

Η Ελλάδα έχει πολύ καλή παραγωγή αμυγδάλων, γιατί να μη προτιμάμε το δικό μας προϊόν, αλλά πάντοτε ν' ακολουθούμε τη πεπατημένη;

Θα ανοίξω το Αμαρέτο τα Χριστούγεννα και θα το δοκιμάσουμε..συγκριτικά με ό,τι ξέρουμε απο λικέρ αμυγδάλων ως τώρα, θα το βαθμολογήσουμε και θα τα ξαναπούμε.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2012

Καλεσμένοι

Προ ημερών είχα μία συζήτηση με διαδικτυακούς γνωστούς και φίλους για το πώς συμπεριφερόμαστε στο τραπέζι, όταν τρώμε μαζί με άλλους έξω ή είμαστε καλεσμένοι στα σπίτια τους. Υπάρχει τεράστιος αριθμός οδηγιών απο το πώς να κάθεσαι, με τι τρώς το καθετί, τι λές και πώς να δηλώνεις ότι τελείωσες. Επειδή εδώ δε δίνουμε οδηγίες καλών τρόπων..μάζεψα μερικά μαργαριτάρια και σας τα παραθέτω για να γελάσουμε λίγο.

Αν μας καλέσουν σε γεύμα με πρόσκληση (π.χ. γεύμα γάμου) απο κάτω υπάρχουν τα αρχικά "Α.Π" που σημαίνουν "Απαντήστε Παρακαλώ" και όχι "Ανάπηρος Πολέμου". Οταν έρθει η ώρα να καθίσουμε στο τραπέζι, καθόμαστε εκεί που μας λένε να κάτσουμε. Δεν παίζουμε το γύρω-γύρω όλοι ώστε ν' αρπάξουμε τη καλύτερη θέση δίπλα στο κολλητό μας ή στο τεκνό που μας γυάλισε για να του τη πέσουμε.

Μπροστά μας υπάρχουν πιάτα, δεξιά μαχαίρια, αριστερά πιρούνια. Πάνω στο πιάτο υπάρχει διπλωμένη μία πετσέτα. Αυτή τη στρώνουμε στα γόνατά μας και τη χρησιμοποιούμε για να σκουπίζουμε τα χείλη μας κατά τη διάρκεια του φαγητού. Ποτέ δεν την τινάζουμε αφού την ανοίξουμε, δεν τη κρεμάμε μπροστά μας σα σαλιάρα, δεν τρίβουμε το πρόσωπό μας με αυτή, ούτε το σβέρκο μας, δεν φυσάμε τη μύτη μας μέσα, ούτε σκουπίζουμε τα μάτια και τ' αυτιά μας, ούτε φτύνουμε τα κόκκαλα του ψαριού εκεί. Φροντίζουμε να μη μας πέσει στο πάτωμα, αν όμως γίνει αυτό σκύβουμε και τη πιάνουμε, δεν τη κλωτσάμε μακριά ούτε κάνουμε υποβρύχιο για να τη βρούμε.

Στα αριστερά μας βρίσκεται ένα πιατάκι για το ψωμί, ή ένα ολόκληρο ψωμάκι. Δεν παίρνουμε το ψωμί του διπλανού μας, που είναι στα δεξιά. Κόβουμε το ψωμί με το χέρι και αποφεύγουμε να κάνουμε μπαλίτσες τη ψίχα πετάγοντάς τες σε όλους τους καλεσμένους απέναντί μας. Το κόβουμε σε μπουκίτσες και το αλείφουμε με λίγο βούτυρο, χωρίς να βάλουμε τη βουτυριέρα πάνω στο πιάτο μας και να γλείψουμε το μαχαιράκι μετά.

Πιάνουμε το ποτήρι του κρασιού απο το πόδι, δεν βουτάμε μέσα το ψωμί μας, ούτε το δαχτυλό μας για να διαπιστώσουμε τη θερμοκρασία του. Δεν γεμίζουμε το ποτήρι μας ξανά και ξανά φωνάζοντας ψιτ στο σερβιτόρο.

Οταν έρθει το φαγητό δεν το μυρίζετε πρίν το φάτε. Ούτε ψάχνετε ΄μέσα στις πιατέλλες για εκείνες τις πιπερίτσες που σας άρεσαν.
Οταν τρώμε δεν μιλάμε με γεμάτο το στόμα, ούτε πλαταγίζουμε τη γλώσσα μας τρώγοντας.
Δεν χώνουμε το κουτάλι της σούπας όλο στο στόμα μας, δεν σηκώνουμε το πιάτο για να μαζέψουμε τα υπολλείματα της σούπας και κυρίως αν δούμε ότι ο διπλανός μας έχει αφήσει αρκετή στο πιάτο του, δεν του τη βουτάμε να τη φάμε εμεις. Αντίστοιχα αν δεν μας αρέσει η σούπα δεν πιάνουμε τους διπλανούς στο πίτσι-πίτσι για να τους τη πασάρουμε λέγοντας "ούτε που την άγγιξα, πεντακάθαρη είναι".
Αν θέλουμε και δεύτερη μερίδα, δεν απλώνουμε τα χέρια μας για να πάρουμε απο τη πιατέλα μπροστά μας, ούτε βέβαια σηκωνόμαστε για να τη κυνηγήσουμε όπου βρίσκεται. Προσέχουμε να μη κάνουμε ζημιές (σπασμένα ποτήρια), να μη περιλούσουμε τους άλλους καλεσμένους και κυρίως να μη κάνουμε θόρυβο ρευόμενοι ή ..αεριζόμενοι.
Αν το φαγητό είναι σε στύλ μπουφέ, δεν γεμίζουμε το πιάτο μας τίγκα. Αν δεν μπορέσουμε να το φάμε όλο δεν τυλίγουμε το περίσσευμα σε χαρτοπετσέτες, ούτε το βάζουμε στη τσέπη μας. Αν έρθει ο σερβιτόρος με τη πιατέλα δίπλα μας για να σερβιριστούμε, δεν του παίρνουμε τη πιατέλα να τη βάλουμε πάνω στα γόνατά μας ώστε να μας βολεύει καλύτερα.
Αν μας σερβίρουν θαλασσινά που τρώγονται με το χέρι το μπωλάκι με το αρωματισμένο νερό που μας έφερε ο σερβιτόρος δεν είναι να το πιούμε, είναι για να βρέξουμε τα δάχτυλά μας ώστε να μη μυρίζουν ψαρίλα.
Οι ελιές και ότι έχει κουκούτσια δεν φτύνονται στο πάτωμα, ή στο χαλί, τις ακουμπάτε στο πιάτο σας. Ούτε στις τσέπες τις ρίχνετε.
Στο τέλος του γεύματος ΠΟΤΕ δεν γλείφουμε το πιάτο και τα μαχαιροπίρουνα, δεν κάνουμε ανασκαφές με την οδοντοφλυφίδα, δεν σηκωνόμαστε απο το τραπέζι με την ανακοίνωση "τέλειωσα, πάω για τσιγάρο",


Τέλος για να συνεχίσουμε να γελάμε..ιδού η απόδειξη ότι όλα αυτά που σας έγραψα Δεν είναι παραμύθια! 

Τρίτη, Αυγούστου 07, 2012

Φαγητό στην Ελληνική επαρχία


Το καλοκαίρι του 2012 με βρίσκει στην επαρχία όπου πηγαίνω για δουλειά, όχι για διακοπές. Η δουλειά συνεπάγεται με διαμονή σε διάφορα καταλύμματα και φαγητό έξω. Αν γκρινιάζουμε για το πώς κατάντησε η Αθήνα σε θέματα τιμών για εστιατόρια/ταβέρνες, αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στην επαρχία για να δούμε το μέγεθος του προβλήματος. Στην επαρχία όπου το να δουλεύει κανείς και για το Δημόσιο  (πέρα απο το χτηματάκι του + τα πρόβατά του) ήταν προνόμιο. Τώρα με τη μείωση των εισοδημάτων, τέρμα το προνόμιο. Οι κάτοικοι της επαρχίας οχι μόνο δεν καταλαβαίνουν τι έχουν μπροστά τους, αλλά αρνούνται να α) κατανοήσουν τις νέες παραμέτρους, β) να προσαρμοσθούν όπως μπορούν και γ) να βγούν κερδοφόροι απο αυτή τους τη προσαρμογή Ας πάρουμε το θέμα ΦΑΓΗΤΟ. Η πλειοψηφία των χώρων σίτησης στην επαρχία δεν συμβαδίζει με την οικονομική κρίση.
Οχι μόνον δεν ρίχνουν τις τιμές,  ώστε να μπορέσει ο συμπολίτης - που όπως και εκείνοι χτυπήθηκε απο τη συρρίκνωση εισοδημάτων - να φάει έξω με την οικογένειά του, να αλλάξει παραστάσεις, να πάρει δυνάμεις για να ανταπεξέλθει της επόμενης χρονιάς, αλλά κυττάνε κυρίως να τον ρίξουν (με αυξημένο κόστος φαγητών, μικρές μερίδες, αισχρά υλικά, βρωμιά κλπ), ώστε να ισοφαρισθεί η χασούρα της ΔΙΚΗΣ τους επιχείρησης. Ο μέσος ιδιοκτήτης επαρχιακής ταβέρνας κυττάει μόνο μέχρι την άκρη της δικής του μύτης, αγνοώντας ότι υπάρχει ένα κοινωνικό πρόβλημα μπροστά του.  Το οποίο ορίζει στροφή 180 μοιρών με βάση αυτά που ήξερε/έκανε ως τώρα. Αν θές να ευημερίσεις, αλλαξε πορεία, φτιάξε κάτι όμορφο, ευχάριστο, ΝΕΟ.  Ξέρω μέρη στην Αθήνα που απο εστιατόρια, το γύρισαν σε γκουρμέ στέκια. Προσλαμβάνοντας έναν καλό επαγγελματία μάγειρα,  παρουσιάζουν σάντουϊτς και φρεσκότατες σαλάτες, χορταστικές ποικιλίες σε καλές τιμές, που προσελκύουν όλους όσους δεν μασάνε με τις λογείς κρίσεις. Ενα μαγαζί που ξέρω είναι γεμάτο όλες τις ώρες, απο τα πρωϊνά με τις μαμάδες, παπούδες που παίζουν τάβλι, μέχρι αργά το βράδυ με ποτάκι  μεζεδάκια, έναν dj λίγο χορό. Αλλοι θα πάνε για φαγητό, άλλοι για παρέα και καφέδες-ποτάκια, άλλοι για χορό. Μερικοί θα φέρουν και τα παιδιά τους για παγωτά τη γιαγιά τους για μία μπιρίμπα. Προσαρμογή στη νέα εποχή. 

Δεν είναι δύσκολο για την ελληνική επαρχία να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα. Χρειάζεται να επενδύσει στο καινούργιο για να προσελκύσει τη νέα γραμμή, τους νέους που δεν το βάζουν κάτω. Και θα βγούν έξω και θα φάνε και θα κάνουν τις βόλτες τους, αλλά ξοδεύοντας λιγώτερα. Ο έξυπνος εστιάτορας θα είναι ένας απο αυτούς που θα προτιμηθεί.

Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Dum spiro spero


Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2012

Βιολογική τομάτα

Χθές, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, ήρθε η συζήτηση για τη γεύση και τη ποιότητα της ελληνικής τομάτας. Η οποία τα τελευταία 20 χρόνια υποφέρει μάλλον στα χέρια των καλλιεργητών που ενδιαφέρονται μόνο για το σχήμα της και καθόλου για τη γεύση. Πάνε οι εποχές που αγοράζαμε τομάτες διαφόρων σχημάτων, άλλες χοντρές, άλλες στριμμένες, άλλες για σάλτσα, άλλες για γέμισμα, άλλες για σαλάτα, τομάτες ώριμες με κουκούτσια, που όταν τις έκοβες καίγανε τα χέρια. Αυτές που μας σερβίρουν τα τελευταία χρόνια έχουν σχήμα σαν απο καλούπι, έχουν άρωμα τομάτας (που μπορεί να είναι τεχνητό), έχουν ωραίο κόκκινο χρώμα, πλήν γεύση κολοκυθιού, αγγουριού και ζαρζαβατικού άλλου απο τη παλιά γνωστή τοματίλα που μας συντρόφευε κάθε καλοκαίρι απο τη δεκαετία του 1980 και πίσω.
Φέτος δοκίμασα τη βιολογική τομάτα. Ξεκίνησα με τις μικρές κρητικές πομοντόρι για να καταλήξω στις μεγάλες ώριμες τομάτες. Μου κάψανε τη γλώσσα και τα χέρια, μου στοίχειωσαν το νού. Κάθε εβδομάδα αγοράζω τουλάχιστον 3 κιλά και τις τρώμε ψητές, ωμές, γεμιστές ακόμη και τηγανιτές. Η τομάτα των παιδικών μου χρόνων ξαναγύρισε. 

Χθές όμως έγινε μία συζήτηση για τη βιολογική τομάτα. Ο ειδήμων, σε θέματα πιστοποίησης, έθεσε το θέμα σε νέα βάση βάζοντας το καταναλωτή στη θέση του κριτή.   Εχουμε απο τη μία τα μεγάλα σουπερμάρκετ, π.χ. τα ΑΒ Βασιλόπουλος που διατηρούν δικά τους μποστάνια ή εγκεκριμμένους προμηθευτές που κρατούν το επίπεδο των τροφίμων στις προδιαγραφές ΑΒ, προδιαγραφές που βασίζονται στον συνεχή και σοβαρό έλεγχο ώστε το προϊόν που θα καταλήξει στα ράφια να είναι πιστοποιημένο και "καθαρό" απο μολύνσεις κλπ αλλά γευστικά αδιάφορο και απο την άλλη το προϊόν βιολογικής καλλιέργειας που ποτίζεται με κάποιο νερό και φυτεύεται σε κάποιο χώμα, αλλά που απο γεύση  κερδίζει τον καταναλωτή. Οι βιολογικοί καλλιεργητές επενδύουν στο σπόρο που θα τους δώσει το μέγιστο καλό αποτέλεσμα. Μερικοί φροντίζουν για τη καθαρότητα του νερού και του χώματος, αλλοι ίσως όχι. 
Ετσι το μπαλλάκι πέφτει στον καταναλωτή, που καλείται να επιλέξει. Απο τη μιά το πιστοποιημένο, ελεγμένο καθαρό αν θέλετε προϊόν απο την άλλη η γεύση του φρεσκοκομμένου παντζαριού που βράζει και γίνεται ζάχαρη σε 3 λεπτά, τα φυλλώδη λαχανικά που μαραίνονται σε 4-5 μέρες, ενώ εκείνα των σουπερμάρκετ διαρκούν 10 και βάλε μέρες στο ψυγείο και τέλος της πριμαντόνας τομάτας που κλέβει τους ουρανίσκους μας.  Μας βάζουν στο τρυπάκι να διαλέξουμε εμείς τι θέλουμε να τρώμε, το γνωστό προστατευμένο είδος, ή το άγριο και ανεξέλεκτο. Με τις συνέπειες επάνω μας. 
Τολμησα να πώ ότι θα έπρεπε να κατοχυρωνόταν ο λάτρης των βιολογικών προϊόντων ότι αυτά που τρώει είναι και καθαρά. Εκεί, γέλασε ο ειδήμων: Πώς μπορείς να εμπιστευτείς την Ελλάδα του σήμερα, όπου λειτουργούν ώστε να πάρει ο καλλιεργητής τη πιστοποίηση και μετά να κάνει τα δικά του αν θέλει; 
Κορώνα - γράμματα λοιπόν, ζαριές και τα βιολογικά. Ο άνδρας μου φοβάται, δεν τα εμπιστεύεται παρόλλο που ξετρελλάθηκε με τη γεύση τους.  Εγώ πάλι δίνω μπόλικη καλούμπα..θα τα συνεχίσω μέχρι ευρέσεως καλύτερου προμηθευτή. Οσο για την υγεία, ο καθένας μπορεί να με κοροϊδέψει. Μερικοί το κάνουν, όχι όμως όλοι. Το ζητούμενο είναι να βρώ τη χρυσή τομή, εξαίρετη γεύση τομάτας με ασφάλεια ως πρός τη παραγωγή της. 

Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2012

Τυρόπιτα, λουκουμάς και το κρασί που δεν ήπιαμε

Τους τελευταίους μήνες βρίσκομαι συχνά στο Ναύπλιο για δουλειές που μου επιτρέπουν και απο μία σύντομη περιήγηση, εφόσον ο καιρός είναι καλός. Εχοντας χωρίσει τη πόλη σε ζώνες, προσπαθώ χωρίς να βιάζομαι να τη καλύψω τόσο οδοιπορικά, όσο και γευστικά.

Ως τώρα έχω πάει εκατοντάδες φορές στη πόλη αυτή απ' οπου κατάγετο η μητέρα μου και έχω φάει σε πάρα πολλά μέρη για να καταλήξω ότι στις γύρω περιοχές τρώς καλύτερα και οικονομικώτερα παρά στο τουριστικό κέντρο. Αυτά τα έλεγα μέχρι τώρα. Επειδή λοιπόν αυτό το χειμώνα βρίσκομαι εκεί τουλάχιστον 2 φορές το μήνα για 1 ή περισσότερες ημέρες, λέω να δώσω στους χώρους εστίασης μία δεύτερη ευκαιρία, ξεκινώντας απο τα τυροπιτάδικα, ζαχαροπλαστεία, παντοπωλεία για αγορά πρώτων υλών που θα χρησιμοποιηθούν στην Αθήνα για το καθημερινό φαγητό και τέλος για τη ταβέρνα, το εστιατόριο που θα καταλήξω για να φάω 1 πιάτο φαγητό.
Το πρώτο πράγμα που δοκίμασα είναι η τυρόπιτα, που εμείς οι Ελληνες μπορούμε να γράψουμε βιβλίο για το πώς πρέπει να είναι. Οσο απομακρύνεται κανείς απο τη πρωτεύουσα, τόσο αυξάνεται η ποσότητα τυριού μέσα στη (τυρό)πιτά σου, κάτι που κάνει την Αθήνα να μας ντροπιάζει με τις φυλλόπιτες των 3 ευρώ!! Επειτα απο καμμιά 10αριά τυρόπιτες στο Ναύπλιο κατέληξα ότι εκείνη του Αρτοποιείου Στεφανόπουλου είναι η καλύτερη απ' όλες τις πλευρές: Είναι μεγάλη και χορταστική, έχει ΤΥΡΙ πολύ μέσα, λεπτό φύλλο και κοστίζει 1 ευρώ (ακούς Αθήνα;). Δυστυχώς φεύγει γρήγορα και αν πάω μετά τις 12.00 δεν υπάρχει ψίχουλο. Με μία τυρόπιτα, μία κοκα κόλα, 1 καφέ τελείωσε το μεσημεριανό μου, η ταβέρνα θα με περιμένει κάποια άλλη φορά.
Αν δεν βρώ τυρόπιτα συνεχίζω ελπίζοντας σε αυτό το κάτι που θα με προσελκύσει στον επόμενο θησαυρό. Τη περασμένη εβδομάδα περνώντας απο κάποια όμορφη πλατεία της πόλης, μου ήρθε μυρωδιά απο φρέσκους λουκουμάδες, με ζάλισε. Δεν είμαι λάτρης του λουκουμά, όμως εδώ υπήρχε κάτι διαφορετικό. Ετσι θεώρησε η κυρία μύτη μου που με οδήγησε σε ένα όμορφο μαγαζί, ένα γλυκό παντοπωλείο, που μπροστά μου τηγάνισε η εξυπηρετικότατη ιδιοκτήτρια τα λουκουμαδάκια. Δεκαπέντε μπουκίτσες λουκουμά μου παρουσίασε η σερβιτόρα, διότι εννοείτε ότι κάθισα στα τραπεζάκια της μέσα, τραγανές απ' έξω, καυτές και μαλακές απο μέσα, με μπόλικο σκέτο μέλι απο πάνω, αναιρώ όσα ήξερα ως τώρα περί λουκουμά. Που στην Αθήνα είναι μεγάλος, μπατάλικος και τηγανισμένος στο ίδιο λάδι ώσπου να μυρίζει άσχημα. Καμμία σχέση αυτό που είχα στο στόμα μου, αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, αυτό που γέμιζε τη μύτη μου.
Οχι, δεν τους έχαψα δια μιάς, τους λουκουμάδες..τους απόλαυσα. Μετά πρίν φύγω έκανα μία γύρα στο κατάστημα και πήρα 2 κρασιά, ένα λευκό-ένα ροζέ, παραγωγής τους. Σημείωσα στο μυαλό μου τη ποικιλία τοπικών προϊόντων που διέθετε, απο ζυμαρικά, μέχρι γλυκά του κουταλιού, διάφορα αποστάγματα, παγωτά, καθώς και φρεσκοφτιαγμένους μπακλαβάδες, ραβανί, γιαουρτόπιτες για μελλοντική δοκιμή.

Οταν την επομένη ειπαμε με τον άνδρα μου να δοκιμάσουμε το λευκό κρασί, δεν έβγαινε ο φελλός με τίποτα, λές και είχε σφηνώσει μέσα. Σπάσαμε 2 ανοιχτήρια και ο φελλός δεν παρέδωσε το περιεχόμενό του σε μάς. Ο λουκουμάς δεν φταίει για αυτή την ατυχία, ο παραγωγός όμως που τους προώθησε προϊόντα παλιά ή χωρίς έλεγχο, φταίει με το παραπάνω. Το μπουκάλι είναι στο πάγκο και με κυττάζει, "τι θα κάνεις; " μοιάζει να ρωτάει, "θα με δώσεις πίσω παραπονούμενη, ζητώντας την αντικατάστασή μου, ή θα με πετάξεις και δεν θα ξαναπατήσεις εκεί; ". Ιδού το ερώτημα To be or not to be?