Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2012

Τυρόπιτα, λουκουμάς και το κρασί που δεν ήπιαμε

Τους τελευταίους μήνες βρίσκομαι συχνά στο Ναύπλιο για δουλειές που μου επιτρέπουν και απο μία σύντομη περιήγηση, εφόσον ο καιρός είναι καλός. Εχοντας χωρίσει τη πόλη σε ζώνες, προσπαθώ χωρίς να βιάζομαι να τη καλύψω τόσο οδοιπορικά, όσο και γευστικά.

Ως τώρα έχω πάει εκατοντάδες φορές στη πόλη αυτή απ' οπου κατάγετο η μητέρα μου και έχω φάει σε πάρα πολλά μέρη για να καταλήξω ότι στις γύρω περιοχές τρώς καλύτερα και οικονομικώτερα παρά στο τουριστικό κέντρο. Αυτά τα έλεγα μέχρι τώρα. Επειδή λοιπόν αυτό το χειμώνα βρίσκομαι εκεί τουλάχιστον 2 φορές το μήνα για 1 ή περισσότερες ημέρες, λέω να δώσω στους χώρους εστίασης μία δεύτερη ευκαιρία, ξεκινώντας απο τα τυροπιτάδικα, ζαχαροπλαστεία, παντοπωλεία για αγορά πρώτων υλών που θα χρησιμοποιηθούν στην Αθήνα για το καθημερινό φαγητό και τέλος για τη ταβέρνα, το εστιατόριο που θα καταλήξω για να φάω 1 πιάτο φαγητό.
Το πρώτο πράγμα που δοκίμασα είναι η τυρόπιτα, που εμείς οι Ελληνες μπορούμε να γράψουμε βιβλίο για το πώς πρέπει να είναι. Οσο απομακρύνεται κανείς απο τη πρωτεύουσα, τόσο αυξάνεται η ποσότητα τυριού μέσα στη (τυρό)πιτά σου, κάτι που κάνει την Αθήνα να μας ντροπιάζει με τις φυλλόπιτες των 3 ευρώ!! Επειτα απο καμμιά 10αριά τυρόπιτες στο Ναύπλιο κατέληξα ότι εκείνη του Αρτοποιείου Στεφανόπουλου είναι η καλύτερη απ' όλες τις πλευρές: Είναι μεγάλη και χορταστική, έχει ΤΥΡΙ πολύ μέσα, λεπτό φύλλο και κοστίζει 1 ευρώ (ακούς Αθήνα;). Δυστυχώς φεύγει γρήγορα και αν πάω μετά τις 12.00 δεν υπάρχει ψίχουλο. Με μία τυρόπιτα, μία κοκα κόλα, 1 καφέ τελείωσε το μεσημεριανό μου, η ταβέρνα θα με περιμένει κάποια άλλη φορά.
Αν δεν βρώ τυρόπιτα συνεχίζω ελπίζοντας σε αυτό το κάτι που θα με προσελκύσει στον επόμενο θησαυρό. Τη περασμένη εβδομάδα περνώντας απο κάποια όμορφη πλατεία της πόλης, μου ήρθε μυρωδιά απο φρέσκους λουκουμάδες, με ζάλισε. Δεν είμαι λάτρης του λουκουμά, όμως εδώ υπήρχε κάτι διαφορετικό. Ετσι θεώρησε η κυρία μύτη μου που με οδήγησε σε ένα όμορφο μαγαζί, ένα γλυκό παντοπωλείο, που μπροστά μου τηγάνισε η εξυπηρετικότατη ιδιοκτήτρια τα λουκουμαδάκια. Δεκαπέντε μπουκίτσες λουκουμά μου παρουσίασε η σερβιτόρα, διότι εννοείτε ότι κάθισα στα τραπεζάκια της μέσα, τραγανές απ' έξω, καυτές και μαλακές απο μέσα, με μπόλικο σκέτο μέλι απο πάνω, αναιρώ όσα ήξερα ως τώρα περί λουκουμά. Που στην Αθήνα είναι μεγάλος, μπατάλικος και τηγανισμένος στο ίδιο λάδι ώσπου να μυρίζει άσχημα. Καμμία σχέση αυτό που είχα στο στόμα μου, αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, αυτό που γέμιζε τη μύτη μου.
Οχι, δεν τους έχαψα δια μιάς, τους λουκουμάδες..τους απόλαυσα. Μετά πρίν φύγω έκανα μία γύρα στο κατάστημα και πήρα 2 κρασιά, ένα λευκό-ένα ροζέ, παραγωγής τους. Σημείωσα στο μυαλό μου τη ποικιλία τοπικών προϊόντων που διέθετε, απο ζυμαρικά, μέχρι γλυκά του κουταλιού, διάφορα αποστάγματα, παγωτά, καθώς και φρεσκοφτιαγμένους μπακλαβάδες, ραβανί, γιαουρτόπιτες για μελλοντική δοκιμή.

Οταν την επομένη ειπαμε με τον άνδρα μου να δοκιμάσουμε το λευκό κρασί, δεν έβγαινε ο φελλός με τίποτα, λές και είχε σφηνώσει μέσα. Σπάσαμε 2 ανοιχτήρια και ο φελλός δεν παρέδωσε το περιεχόμενό του σε μάς. Ο λουκουμάς δεν φταίει για αυτή την ατυχία, ο παραγωγός όμως που τους προώθησε προϊόντα παλιά ή χωρίς έλεγχο, φταίει με το παραπάνω. Το μπουκάλι είναι στο πάγκο και με κυττάζει, "τι θα κάνεις; " μοιάζει να ρωτάει, "θα με δώσεις πίσω παραπονούμενη, ζητώντας την αντικατάστασή μου, ή θα με πετάξεις και δεν θα ξαναπατήσεις εκεί; ". Ιδού το ερώτημα To be or not to be?